- κυστεοκήλη
- ηκήλη τής ουροδόχου κύστεως διά μέσου τού πρόσθιου τοιχώματος τού κολεού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystocele < cysto(o)- (βλ. κυστε[ο]-) + -cele (< κήλη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολπεκτομή — η ιατρ. 1. αφαίρεση κολπικού τοιχώματος, συνήθως μερική, κατά την εκτέλεση τής εγχείρησης για κυστεοκήλη, ορθοκήλη ή πρόπτωση τής μήτρας 2. ριζική εγχείρηση αφαίρεσης ενός παραρρινικού κόλπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpectomie <… … Dictionary of Greek
κολποκήλη — η ιατρ. πρόπτωση τού κόλπου (α. «πρόσθια κολποκήλη» κυστεοκήλη β. «οπίσθια κολποκήλη» ορθοκήλη). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpocele < colpo (< κόλπος) + cele (< λατ. cele < κήλη)] … Dictionary of Greek
κυστε(ο)- — και κυστ(ο) και κυστι πρώτα συνθετικά όρων τής ιατρικής, βοτανικής, ζωολογίας και βιοχημείας που ανάγονται στον τ. κύστις και σχηματίστηκαν από τη γεν. κύστεως οι όροι αυτοί είναι κατά κανόνα αντιδάνειοι και αναφέρονται είτε στην ουροδόχο κύστη… … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek